- ἰδιαζούσας
- ἰδιαζούσᾱς , ἰδιάζωto be alonepres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἰδιαζούσᾱς , ἰδιάζωto be alonepres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
τεντυμποϊσμός — και τεντιμποϊσμός ο, Ν 1. η ιδιότητα τού τεντυμπόη, περιθωριακή, ασυμβατική, παραβατική και βίαιη συμπεριφορά νεαρών αμφισβητιών τής δεκαετίας τού 1950 2. φρ. «νόμος περί τεντυμποϊσμού» (νομ.) ο νόμος 4.000/1959 «περί καταστολής τινών αξιοποίνων… … Dictionary of Greek
τεντυμπόης — και τεντιμπόης, ο, θηλ. τεντυμπόισσα και τεντιμπόισσα, Ν νεαρό άτομο με έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά ιδιάζουσας θρασύτητας και βιαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teddy boy < Teddy χαϊδευτικό τού Edward + boy «αγόρι». Έτσι ονομάστηκαν οι… … Dictionary of Greek
τερατούργημα — το, ΝΜΑ [τερατουργῶ] νεοελλ. 1. τερατώδες έργο 2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας μσν. αρχ. 1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα 2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά… … Dictionary of Greek
Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek